- τρομοκρατώ
- terroriser
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τρομοκρατώ — τρομοκρατώ, τρομοκράτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρομοκρατώ — έω, Ν 1. εμπνέω ζωηρό φόβο, φοβίζω πολύ 2. διενεργώ τρομοκρατικές πράξεις 3. εξουσιάζω με την τρομοκρατία 4. (μεσ. και παθ.) τρομοκρατούμαι κυριεύομαι ή διακατέχομαι από τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκράτης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιωάνν.… … Dictionary of Greek
τρομοκρατώ — τρομοκράτησα, τρομοκρατήθηκα, τρομοκρατημένος 1. χρησιμοποιώ τρομοκρατικές μεθόδους, επικρατώ με την τρομοκρατία: Οι ληστές τρομοκρατούν τους ταξιδιώτες. 2. εμπνέω υπερβολικό φόβο σε κάποιον, τον κάνω να χάσει το θάρρος του: Τον τρομοκρατεί ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδεδίττομαι — (Α) 1. καταφοβίζω, τρομοκρατώ 2. τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεδίττομαι «τρομοκρατώ, φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
αναφοβώ — ἀναφοβῶ ( έω) (Α) απειλώ, εκφοβίζω, τρομοκρατώ … Dictionary of Greek
δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] … Dictionary of Greek
διαπτοιώ — διαπτοιῶ και διαπτυῶ ( έω) (Α) [πτοώ] 1. εκφοβίζω, τρομοκρατώ 2. διασκορπίζω ομάδα, στρατιώτες τρομοκρατώντας τους … Dictionary of Greek
θαμβεύω — (Α) [θάμβος] 1. προκαλώ κατάπληξη 2. τρομοκρατώ, εκφοβίζω … Dictionary of Greek
κατατρομάζω — (επιτ. τ. τού τρομάζω) 1. τρομάζω κάποιον υπερβολικά, εκφοβίζω, τρομοκρατώ, καταφοβίζω 2. (αμτβ.) τρομάζω πολύ, τρομοκρατούμαι, καταλαμβάνομαι από φόβο, πανικοβάλλομαι … Dictionary of Greek
καταφοβίζω — (επιτ. τ. τού φοβίζω) προξενώ σε κάποιον υπερβολικό φόβο, καταπτοώ, κατατρομάζω, τρομοκρατώ κάποιον … Dictionary of Greek
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek